Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
σύμπρεσβυς
View word page
συμπρακτορεύω
to be assistant tax-collector
ShortDef
to be assistant tax-collector
Debugging
Headword:
συμπρακτορεύω
Headword (normalized):
συμπρακτορεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτορευω
IDX:
83504
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83505
Key:
Data
{'content': 'to be assistant tax-collector'}