Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
συμπρεσβεύω
View word page
συμπρακτικός
cooperating

ShortDef

cooperating

Debugging

Headword:
συμπρακτικός
Headword (normalized):
συμπρακτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπρακτικος
IDX:
83503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83504
Key:

Data

{'content': 'cooperating'}