Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
συμπρεπής
συμπρέπω
συμπρεσβευτής
View word page
συμπραγματεύομαι
to assist in transacting

ShortDef

to assist in transacting

Debugging

Headword:
συμπραγματεύομαι
Headword (normalized):
συμπραγματεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπραγματευομαι
IDX:
83502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83503
Key:

Data

{'content': 'to assist in transacting'}