Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
συμπρακτορεύω
συμπράκτωρ
σύμπραξις
συμπράσσω
συμπράτης
συμπραΰνομαι
View word page
συμπότης
a fellow-drinker, boon-companion
ShortDef
a fellow-drinker, boon-companion
Debugging
Headword:
συμπότης
Headword (normalized):
συμπότης
Headword (normalized/stripped):
συμποτης
IDX:
83499
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83500
Key:
Data
{'content': 'a fellow-drinker, boon-companion'}