Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
ἀντεμφύομαι
ἀντεναντίωσις
ἀντενδείκνυμαι
ἀντένδειξις
ἀντενδίδωμι
View word page
ἀντεμπίπτω
fall into the place of

ShortDef

fall into the place of

Debugging

Headword:
ἀντεμπίπτω
Headword (normalized):
ἀντεμπίπτω
Headword (normalized/stripped):
αντεμπιπτω
IDX:
8349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8350
Key:

Data

{'content': 'fall into the place of'}