Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
συμπότης
συμποτικός
σύμπους
συμπραγματεύομαι
συμπρακτικός
View word page
συμποσιαρχέω
to be a συμποσίαρχος

ShortDef

to be a συμποσίαρχος

Debugging

Headword:
συμποσιαρχέω
Headword (normalized):
συμποσιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαρχεω
IDX:
83493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83494
Key:

Data

{'content': 'to be a συμποσίαρχος'}