συμποσιαρχέω
to be a συμποσίαρχος
ShortDef
to be a συμποσίαρχος
Debugging
Headword (normalized):
συμποσιαρχέω
Headword (normalized/stripped):
συμποσιαρχεω
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83494
Data
{'content': 'to be a συμποσίαρχος'}