Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
συμπότας
View word page
συμπορπάομαι
to be fastened together

ShortDef

to be fastened together

Debugging

Headword:
συμπορπάομαι
Headword (normalized):
συμπορπάομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπορπαομαι
IDX:
83488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83489
Key:

Data

{'content': 'to be fastened together'}