Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
συμποσόω
View word page
σύμπορος
accompanying
ShortDef
accompanying
Debugging
Headword:
σύμπορος
Headword (normalized):
σύμπορος
Headword (normalized/stripped):
συμπορος
IDX:
83487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83488
Key:
Data
{'content': 'accompanying'}