Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
συμπόσιον
View word page
συμπορισμός
assistance in procuring

ShortDef

assistance in procuring

Debugging

Headword:
συμπορισμός
Headword (normalized):
συμπορισμός
Headword (normalized/stripped):
συμπορισμος
IDX:
83486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83487
Key:

Data

{'content': 'assistance in procuring'}