Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
συμποσιαρχία
συμποσίαρχος
View word page
συμπορίζω
to help in procuring

ShortDef

to help in procuring

Debugging

Headword:
συμπορίζω
Headword (normalized):
συμπορίζω
Headword (normalized/stripped):
συμποριζω
IDX:
83485
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83486
Key:

Data

{'content': 'to help in procuring'}