Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
συμποσιαρχέω
View word page
συμπορθέω
to help to destroy

ShortDef

to help to destroy

Debugging

Headword:
συμπορθέω
Headword (normalized):
συμπορθέω
Headword (normalized/stripped):
συμπορθεω
IDX:
83483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83484
Key:

Data

{'content': 'to help to destroy'}