Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
συμποσία
συμποσιάζω
συμποσιακός
View word page
συμπορεύομαι
to go

ShortDef

to go

Debugging

Headword:
συμπορεύομαι
Headword (normalized):
συμπορεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπορευομαι
IDX:
83482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83483
Key:

Data

{'content': 'to go'}