Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
σύμπορος
συμπορπάομαι
συμπορσύνω
View word page
συμπονηρεύομαι
join others in villainy

ShortDef

join others in villainy

Debugging

Headword:
συμπονηρεύομαι
Headword (normalized):
συμπονηρεύομαι
Headword (normalized/stripped):
συμπονηρευομαι
IDX:
83479
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83480
Key:

Data

{'content': 'join others in villainy'}