Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
ἀντεμφύομαι
ἀντεναντίωσις
ἀντενδείκνυμαι
View word page
ἀντεμπίπλημι
to fill in turn

ShortDef

to fill in turn

Debugging

Headword:
ἀντεμπίπλημι
Headword (normalized):
ἀντεμπίπλημι
Headword (normalized/stripped):
αντεμπιπλημι
IDX:
8347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8348
Key:

Data

{'content': 'to fill in turn'}