Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
συμπορισμός
View word page
συμπομπεύω
to accompany in a procession, to escort

ShortDef

to accompany in a procession, to escort

Debugging

Headword:
συμπομπεύω
Headword (normalized):
συμπομπεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπομπευω
IDX:
83476
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83477
Key:

Data

{'content': 'to accompany in a procession, to escort'}