Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
συμπορίζω
View word page
σύμπολλοι
many together
ShortDef
many together
Debugging
Headword:
σύμπολλοι
Headword (normalized):
σύμπολλοι
Headword (normalized/stripped):
συμπολλοι
IDX:
83475
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83476
Key:
Data
{'content': 'many together'}