Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
συμπορθέω
συμπορθητής
View word page
συμπολλαπλασιάζω
multiply at the same time

ShortDef

multiply at the same time

Debugging

Headword:
συμπολλαπλασιάζω
Headword (normalized):
συμπολλαπλασιάζω
Headword (normalized/stripped):
συμπολλαπλασιαζω
IDX:
83474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83475
Key:

Data

{'content': 'multiply at the same time'}