Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
σύμπονος
συμπορεύομαι
View word page
συμπολιτεύω
to live as fellow-citizens
ShortDef
to live as fellow-citizens
Debugging
Headword:
συμπολιτεύω
Headword (normalized):
συμπολιτεύω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιτευω
IDX:
83472
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83473
Key:
Data
{'content': 'to live as fellow-citizens'}