Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
συμπονία
View word page
συμπολιτεία
a federal union

ShortDef

a federal union

Debugging

Headword:
συμπολιτεία
Headword (normalized):
συμπολιτεία
Headword (normalized/stripped):
συμπολιτεια
IDX:
83470
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83471
Key:

Data

{'content': 'a federal union'}