Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
συμπονηρεύομαι
View word page
συμπολιορκέω
to join in besieging, to besiege jointly

ShortDef

to join in besieging, to besiege jointly

Debugging

Headword:
συμπολιορκέω
Headword (normalized):
συμπολιορκέω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιορκεω
IDX:
83469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83470
Key:

Data

{'content': 'to join in besieging, to besiege jointly'}