Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
ἀντεμφύομαι
ἀντεναντίωσις
View word page
ἀντεμπήγνυμαι
to stick right in

ShortDef

to stick right in

Debugging

Headword:
ἀντεμπήγνυμαι
Headword (normalized):
ἀντεμπήγνυμαι
Headword (normalized/stripped):
αντεμπηγνυμαι
IDX:
8346
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8347
Key:

Data

{'content': 'to stick right in'}