Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
συμπονέω
View word page
συμπολίζω
to unite into one city

ShortDef

to unite into one city

Debugging

Headword:
συμπολίζω
Headword (normalized):
συμπολίζω
Headword (normalized/stripped):
συμπολιζω
IDX:
83468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83469
Key:

Data

{'content': 'to unite into one city'}