Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
συμπομπή
View word page
συμπολεμέω
to join in war

ShortDef

to join in war

Debugging

Headword:
συμπολεμέω
Headword (normalized):
συμπολεμέω
Headword (normalized/stripped):
συμπολεμεω
IDX:
83467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83468
Key:

Data

{'content': 'to join in war'}