Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
συμπομπεύω
View word page
συμποιμαίνω
to be a shepherd with; mid. feed, herd together

ShortDef

to be a shepherd with; mid. feed, herd together

Debugging

Headword:
συμποιμαίνω
Headword (normalized):
συμποιμαίνω
Headword (normalized/stripped):
συμποιμαινω
IDX:
83466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83467
Key:

Data

{'content': 'to be a shepherd with; mid. feed, herd together'}