Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
σύμπολλοι
View word page
συμποικίλλομαι
to be wrought in with

ShortDef

to be wrought in with

Debugging

Headword:
συμποικίλλομαι
Headword (normalized):
συμποικίλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συμποικιλλομαι
IDX:
83465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83466
Key:

Data

{'content': 'to be wrought in with'}