Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
συμπολλαπλασιάζω
View word page
συμποιέω
to help in doing; to create, compose with

ShortDef

to help in doing; to create, compose with

Debugging

Headword:
συμποιέω
Headword (normalized):
συμποιέω
Headword (normalized/stripped):
συμποιεω
IDX:
83464
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83465
Key:

Data

{'content': 'to help in doing; to create, compose with'}