Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
συμπολίτης
View word page
συμποδίζω
to tie the feet together, bind hand and foot
ShortDef
to tie the feet together, bind hand and foot
Debugging
Headword:
συμποδίζω
Headword (normalized):
συμποδίζω
Headword (normalized/stripped):
συμποδιζω
IDX:
83463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83464
Key:
Data
{'content': 'to tie the feet together, bind hand and foot'}