Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
συμπολιτεύω
View word page
συμποδηγέω
conduct

ShortDef

conduct

Debugging

Headword:
συμποδηγέω
Headword (normalized):
συμποδηγέω
Headword (normalized/stripped):
συμποδηγεω
IDX:
83462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83463
Key:

Data

{'content': 'conduct'}