Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
συμπολιτεία
συμπολίτευσις
View word page
συμποδηγετέω
join in guiding

ShortDef

join in guiding

Debugging

Headword:
συμποδηγετέω
Headword (normalized):
συμποδηγετέω
Headword (normalized/stripped):
συμποδηγετεω
IDX:
83461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83462
Key:

Data

{'content': 'join in guiding'}