Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
συμπολίζω
συμπολιορκέω
View word page
σύμπνοια
breathing together

ShortDef

breathing together

Debugging

Headword:
σύμπνοια
Headword (normalized):
σύμπνοια
Headword (normalized/stripped):
συμπνοια
IDX:
83459
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83460
Key:

Data

{'content': 'breathing together'}