Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
ἀντεμφύομαι
View word page
ἀντεμπείρω
resist and become fixed

ShortDef

resist and become fixed

Debugging

Headword:
ἀντεμπείρω
Headword (normalized):
ἀντεμπείρω
Headword (normalized/stripped):
αντεμπειρω
IDX:
8345
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8346
Key:

Data

{'content': 'resist and become fixed'}