Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
συμποιμαίνω
συμπολεμέω
View word page
συμπνίγω
to throttle, choke, press closely
ShortDef
to throttle, choke, press closely
Debugging
Headword:
συμπνίγω
Headword (normalized):
συμπνίγω
Headword (normalized/stripped):
συμπνιγω
IDX:
83457
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83458
Key:
Data
{'content': 'to throttle, choke, press closely'}