Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
συμποδηγέω
συμποδίζω
συμποιέω
συμποικίλλομαι
View word page
συμπνέω
to breathe together with

ShortDef

to breathe together with

Debugging

Headword:
συμπνέω
Headword (normalized):
συμπνέω
Headword (normalized/stripped):
συμπνεω
IDX:
83455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83456
Key:

Data

{'content': 'to breathe together with'}