Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
συμποδηγετέω
View word page
σύμπλοκος
entwined, interwoven, involved

ShortDef

entwined, interwoven, involved

Debugging

Headword:
σύμπλοκος
Headword (normalized):
σύμπλοκος
Headword (normalized/stripped):
συμπλοκος
IDX:
83451
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83452
Key:

Data

{'content': 'entwined, interwoven, involved'}