Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
συμπνοή
σύμπνοια
σύμπνοος
View word page
συμπλοκή
an intertwining, complication
ShortDef
an intertwining, complication
Debugging
Headword:
συμπλοκή
Headword (normalized):
συμπλοκή
Headword (normalized/stripped):
συμπλοκη
IDX:
83450
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83451
Key:
Data
{'content': 'an intertwining, complication'}