Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
ἀντεμφράττω
View word page
ἀντεμπαίζω
mock at in return

ShortDef

mock at in return

Debugging

Headword:
ἀντεμπαίζω
Headword (normalized):
ἀντεμπαίζω
Headword (normalized/stripped):
αντεμπαιζω
IDX:
8344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8345
Key:

Data

{'content': 'mock at in return'}