Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
συμπνιγής
συμπνίγω
View word page
συμπληρωτικός
able to complete, forming an essential part of
ShortDef
able to complete, forming an essential part of
Debugging
Headword:
συμπληρωτικός
Headword (normalized):
συμπληρωτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπληρωτικος
IDX:
83447
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83448
Key:
Data
{'content': 'able to complete, forming an essential part of'}