Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
συμπνευσμός
συμπνέω
View word page
συμπληρωματικῶς
by way of supplement

ShortDef

by way of supplement

Debugging

Headword:
συμπληρωματικῶς
Headword (normalized):
συμπληρωματικῶς
Headword (normalized/stripped):
συμπληρωματικως
IDX:
83445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83446
Key:

Data

{'content': 'by way of supplement'}