Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
συμπλοκή
σύμπλοκος
σύμπλοος
σύμπνευσις
View word page
συμπληρόω
to help to fill
ShortDef
to help to fill
Debugging
Headword:
συμπληρόω
Headword (normalized):
συμπληρόω
Headword (normalized/stripped):
συμπληροω
IDX:
83443
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83444
Key:
Data
{'content': 'to help to fill'}