Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
συμπλοϊκός
View word page
συμπληθύω
to help to fill
ShortDef
to help to fill
Debugging
Headword:
συμπληθύω
Headword (normalized):
συμπληθύω
Headword (normalized/stripped):
συμπληθυω
IDX:
83439
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83440
Key:
Data
{'content': 'to help to fill'}