Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντελλογέω
ἀντελλογισμός
ἀντελπίζω
ἀντεμβαίνω
ἀντεμβάλλω
ἀντεμβιβάζω
ἀντεμβοάω
ἀντεμβοή
ἀντεμβολή
ἀντεμβροχή
ἀντεμμάσασθαι
ἀντεμπαίζω
ἀντεμπείρω
ἀντεμπήγνυμαι
ἀντεμπίπλημι
ἀντεμπίπρημι
ἀντεμπίπτω
ἀντεμπλέκομαι
ἀντεμπλοκή
ἀντεμφαίνω
ἀντέμφασις
View word page
ἀντεμμάσασθαι
requite an injury

ShortDef

requite an injury

Debugging

Headword:
ἀντεμμάσασθαι
Headword (normalized):
ἀντεμμάσασθαι
Headword (normalized/stripped):
αντεμμασασθαι
IDX:
8343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8344
Key:

Data

{'content': 'requite an injury'}