Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
συμπληρόω
συμπλήρωμα
συμπληρωματικῶς
συμπλήρωσις
συμπληρωτικός
συμπλήσσομαι
View word page
συμπληθύνω
to multiply
ShortDef
to multiply
Debugging
Headword:
συμπληθύνω
Headword (normalized):
συμπληθύνω
Headword (normalized/stripped):
συμπληθυνω
IDX:
83438
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83439
Key:
Data
{'content': 'to multiply'}