Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
συμπλήρης
View word page
σύμπλεξις
an inclusive term

ShortDef

an inclusive term

Debugging

Headword:
σύμπλεξις
Headword (normalized):
σύμπλεξις
Headword (normalized/stripped):
συμπλεξις
IDX:
83432
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83433
Key:

Data

{'content': 'an inclusive term'}