Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
σύμπληξις
View word page
συμπλέκω
to twine

ShortDef

to twine

Debugging

Headword:
συμπλέκω
Headword (normalized):
συμπλέκω
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκω
IDX:
83431
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83432
Key:

Data

{'content': 'to twine'}