Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
συμπλημμελέω
View word page
σύμπλεκτος
plaited
ShortDef
plaited
Debugging
Headword:
σύμπλεκτος
Headword (normalized):
σύμπλεκτος
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκτος
IDX:
83430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83431
Key:
Data
{'content': 'plaited'}