Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
συμπληθύνω
συμπληθύω
View word page
συμπλεκτικός
twining
ShortDef
twining
Debugging
Headword:
συμπλεκτικός
Headword (normalized):
συμπλεκτικός
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκτικος
IDX:
83429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83430
Key:
Data
{'content': 'twining'}