Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
συμπλήγδην
View word page
συμπλεκής
entwined, entangled

ShortDef

entwined, entangled

Debugging

Headword:
συμπλεκής
Headword (normalized):
συμπλεκής
Headword (normalized/stripped):
συμπλεκης
IDX:
83427
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83428
Key:

Data

{'content': 'entwined, entangled'}