Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
συμπληγάς
View word page
συμπλείονες
several together

ShortDef

several together

Debugging

Headword:
συμπλείονες
Headword (normalized):
συμπλείονες
Headword (normalized/stripped):
συμπλειονες
IDX:
83426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83427
Key:

Data

{'content': 'several together'}