Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
συμπλέω
View word page
σύμπλεγμα
entanglement

ShortDef

entanglement

Debugging

Headword:
σύμπλεγμα
Headword (normalized):
σύμπλεγμα
Headword (normalized/stripped):
συμπλεγμα
IDX:
83425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83426
Key:

Data

{'content': 'entanglement'}