Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συμπίπτω
συμπιστεύω
συμπιστόομαι
συμπίτνω
συμπλανάομαι
σύμπλανος
σύμπλασις
συμπλάσσω
συμπλαστεύω
συμπλαταγέω
συμπλέγδην
σύμπλεγμα
συμπλείονες
συμπλεκής
συμπλεκτέον
συμπλεκτικός
σύμπλεκτος
συμπλέκω
σύμπλεξις
σύμπλεος
σύμπλευρος
View word page
συμπλέγδην
by plaiting together

ShortDef

by plaiting together

Debugging

Headword:
συμπλέγδην
Headword (normalized):
συμπλέγδην
Headword (normalized/stripped):
συμπλεγδην
IDX:
83424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-83425
Key:

Data

{'content': 'by plaiting together'}